κατεχόμενος

κατεχόμενος
κατέχω
hold fast
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • одьржимыи — (126) прич. страд. наст. 1.Поддерживаемый, прикрепляемый; укрепляемый: землѧ (ж) не ѡ собѣ ѹтвердисѧ, но ѿ волна сѹщьство състави(с), ѡдержима же и та || посредѣ всѣ(х) свѧзана (ἐμπεριέχεται) ГА XIV1, 42б–в; || перен.: правоходити и ѿринѹти зла˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έντρομος — η, ο (AM ἔντρομος, ον) ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος αρχ. αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση. επίρρ... ἐντρόμως με τρόμο, τρομαγμένα …   Dictionary of Greek

  • κατάπληκτος — η, ο (AM κατάπληκτος, ον, Μ θηλ. και η) [καταπλήσσω] νεοελλ. ο κατεχόμενος από κατάπληξη, έκπληκτος, εκστατικός, εμβρόντητος, άναυδος μσν. αρχ. (εσφ. ανάγν. αντί καταπληκτικός), αυτός που προξενεί κατάπληξη και θαυμασμό, ο αξιοθαύμαστος, ο… …   Dictionary of Greek

  • κατάσχετος — κατάσχετος, ον (Α) [κατέχω] (ποιητ. τ. αντί κάτοχος) 1. αυτός που τόν κατέχει ή τόν κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.) 2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις») 3. θεόπνευστος («κατάσχετος… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

  • Μίμνερμος — (Σμύρνη ή Κολοφών, β’ μισό 7ου αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Ερωτεύτηκε μια αυλήτριδα, τη Ναννώ, το όνομα της οποίας έδωσαν οι Αλεξανδρινοί σε μια συλλογή ελεγειών του· έγραψε επίσης μια Σμυρνηίδα, ιστορικού χαρακτήρα. Κατεχόμενος από τον φόβο του… …   Dictionary of Greek

  • Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — βλ. πίν. 154 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κατέχω : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως η μτχ. ενεστώτα κατεχόμενος, π.χ. κατεχόμενα εδάφη (→ που βρίσκονται κάτω από ξένη κατοχή). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το ρ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”